ἀχρηστίας

ἀχρηστίας
ἀχρηστίᾱς , ἀχρηστία
uselessness
fem acc pl
ἀχρηστίᾱς , ἀχρηστία
uselessness
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μουχλιάζω — (Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα] 1. καλύπτομαι από μούχλα 2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό») νεοελλ. 1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής… …   Dictionary of Greek

  • μούχλα — Κοινή ονομασία πολλών κατώτερων φυτικών οργανισμών· γενικά πρόκειται για μικροσκοπικούς μύκητες που σχηματίζουν πάνω στις πιο διαφορετικές ουσίες (φρούτα, ψωμί, μαρμελάδες, χόρτα κλπ.) αποικίες, άλλοτε με μορφή βελούδινη και άλλοτε με ποικίλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”